- λακοπεῖν
- λακοπεῖν· πυνθάνεσθαι; [full] λακόπιον· πυθίον; [full] λάκοποι· ἀρχή τις, ἔνθα οἱ κλέπται κρίνονται, Hsch. [full] λάκος· ἦχος, ψόφος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακοπείν — λακοπεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πυνθάνεσθαι» … Dictionary of Greek